πατάω — βλ. πατώ … Dictionary of Greek
πατώ — πατάω / πατώ, πάτησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πατώ — και πατάω / πατῶ, έω και αιολ. τ. πάτημι, ΝΜΑ 1. έχω ή βάζω το πόδι μου πάνω σε κάτι, σε έναν τόπο ή σε ένα αντικείμενο (α. «πάτησα ένα καρφί» β. «χῶρος οὐχ ἁγνὸς πατεῑν», Σοφ.) 2. λεηλατώ, διαρπάζω, κυριεύω (α. «πατήσανε το κάστρο» β. «πόλιν...… … Dictionary of Greek
αντιπατώ — ( άω κ. έω) (AM ἀντιπατῶ, άω) πατάω κι εγώ αυτόν που με πάτησε μσν. νεοελλ. 1. πατώ στερεά 2. περπατώ καμαρωτά 3. πατώ νεοελλ. 1. πατώ δυνατά με εναλλαγή των ποδιών (κυρίως στο πάτημα των σταφυλιών) 2. αντιστέκομαι … Dictionary of Greek
βαρυπατώ — και βαρο και βαριοπατώ ( άω) πατάω βαριά, έχω βαρύ βήμα … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
διαστηρίζω — (Α) 1. κάνω σταθερό κάτι, δυναμώνω 2. μέσ. στηρίζομαι, πατάω σταθερά 3. στερεώνω, προσηλώνω … Dictionary of Greek
κονιαροπατημένος — η, ο αυτός που πατήθηκε από τους Κονιάρους, που έχει υποδουλωθεί στους Τούρκους («μη μέ μαλώνεις, Κίσσαβε, κονιαροπατημένε», δημ. τραγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύρ. όν. Κονιάρος + πατημένος (< πατάω)] … Dictionary of Greek
πατικώνω — και πατηκώνω [πατίκι (Ι)] πατάω, πιέζω, συμπιέζω, στοιβάζω κάτι για να ελαττωθεί ο όγκος του και να καταλάβει μικρότερο χώρο … Dictionary of Greek
πηλοβατώ — έω, Ν πατάω μέσα στις λάσπες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλοβάτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek